Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ζευγάριον
ζευγηλατέω
ζευγηλάτης
ζευγῑ́σιον
ζευγῑ́της
ζευγῖτις
ζεύγλη
ζεῦγμα
ζεύγνῡμι
ζεῦγος
ζευγοτρόφος
ζευκτήριος
ζεῦξις
Ζεῦξις
Ζεύς
Ζέφυρος
ζέω
ζῆ
ζηλήμων
ζῆλος
ζηλοσύνη
View word page
ζευγο-τρόφος
ζευγο-τρόφοςουmτρέφω keeper of draught animals Plu.

ShortDef

keeping a yoke of beasts

Debugging

Headword:
ζευγοτρόφος
Headword (normalized):
ζευγοτρόφος
Headword (normalized/stripped):
ζευγοτροφος
IDX:
19598
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19599
Key:
ζευγοτρόφος

Data

{'headword_display': '<b>ζευγο-τρόφος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ζευγο-τρόφος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>τρέφω</Ref></Ety></HG> <nS1> <Tr>keeper of draught animals</Tr> <Au>Plu.</Au> </nS1> </NE>', 'key': 'ζευγοτρόφος'}