Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ζειρᾱ́
ζείω
ζεσελαιοπαγής
ζέσις
ζέσσα
ζευγάριον
ζευγηλατέω
ζευγηλάτης
ζευγῑ́σιον
ζευγῑ́της
ζευγῖτις
ζεύγλη
ζεῦγμα
ζεύγνῡμι
ζεῦγος
ζευγοτρόφος
ζευκτήριος
ζεῦξις
Ζεῦξις
Ζεύς
Ζέφυρος
View word page
ζευγῖτις
ζευγῖτιςιδοςfem.adjof maresyokedCall.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ζευγῖτις
Headword (normalized):
ζευγῖτις
Headword (normalized/stripped):
ζευγιτις
IDX:
19593
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19594
Key:
ζευγῖτις

Data

{'headword_display': '<b>ζευγῖτις</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ζευγῖτις</HL><Infl>ιδος</Infl><PS>fem.adj</PS></HG><aS1><Indic>of mares</Indic><Tr>yoked</Tr><Au>Call.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ζευγῖτις'}