Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ζειαί
ζείδωρος
ζειρᾱ́
ζείω
ζεσελαιοπαγής
ζέσις
ζέσσα
ζευγάριον
ζευγηλατέω
ζευγηλάτης
ζευγῑ́σιον
ζευγῑ́της
ζευγῖτις
ζεύγλη
ζεῦγμα
ζεύγνῡμι
ζεῦγος
ζευγοτρόφος
ζευκτήριος
ζεῦξις
Ζεῦξις
View word page
ζευγῑ́σιον
ζευγῑ́σιονουnζευγῑ́της tax-rating of the teamster classArist.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ζευγῑ́σιον
Headword (normalized):
ζευγῑ́σιον
Headword (normalized/stripped):
ζευγισιον
IDX:
19591
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19592
Key:
ζευγῑ́σιον

Data

{'headword_display': '<b>ζευγῑ́σιον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ζευγῑ́σιον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>ζευγῑ́της</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>tax-rating of the teamster class</Tr><Au>Arist.</Au> </nS1></NE>', 'key': 'ζευγῑ́σιον'}