Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ζεγέριες
ζειαί
ζείδωρος
ζειρᾱ́
ζείω
ζεσελαιοπαγής
ζέσις
ζέσσα
ζευγάριον
ζευγηλατέω
ζευγηλάτης
ζευγῑ́σιον
ζευγῑ́της
ζευγῖτις
ζεύγλη
ζεῦγμα
ζεύγνῡμι
ζεῦγος
ζευγοτρόφος
ζευκτήριος
ζεῦξις
View word page
ζευγ-ηλάτης
ζευγ-ηλάτηςουmζεῦγοςἐλαύνω driver of a teamof oxen X. Plb.

ShortDef

the driver of a yoke of oxen, teamster

Debugging

Headword:
ζευγηλάτης
Headword (normalized):
ζευγηλάτης
Headword (normalized/stripped):
ζευγηλατης
IDX:
19590
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19591
Key:
ζευγηλάτης

Data

{'headword_display': '<b>ζευγ-ηλάτης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ζευγ-ηλάτης</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>ζεῦγος</Ref><Ref>ἐλαύνω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>driver of a team<Expl>of oxen</Expl></Tr> <Au>X. Plb.</Au> </nS1></NE>', 'key': 'ζευγηλάτης'}