Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ζάχρῡσος
ζεγέριες
ζειαί
ζείδωρος
ζειρᾱ́
ζείω
ζεσελαιοπαγής
ζέσις
ζέσσα
ζευγάριον
ζευγηλατέω
ζευγηλάτης
ζευγῑ́σιον
ζευγῑ́της
ζευγῖτις
ζεύγλη
ζεῦγμα
ζεύγνῡμι
ζεῦγος
ζευγοτρόφος
ζευκτήριος
View word page
ζευγηλατέω
ζευγηλατέωcontr.vbζευγηλάτης drive a teamof oxenX.

ShortDef

to drive a yoke of oxen

Debugging

Headword:
ζευγηλατέω
Headword (normalized):
ζευγηλατέω
Headword (normalized/stripped):
ζευγηλατεω
IDX:
19589
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19590
Key:
ζευγηλατέω

Data

{'headword_display': '<b>ζευγηλατέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ζευγηλατέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>ζευγηλάτης</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Tr>drive a team<Expl>of oxen</Expl></Tr><Au>X.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ζευγηλατέω'}