Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ζαμενής
ζᾱμίᾱ
Ζᾱ́ν
ζάπεδον
ζαπληθής
ζάπλουτος
ζάπυρος
ζᾱτεύω
ζατρεφής
ζαφλεγής
ζαφοίταισα
ζαχρεῖος
ζαχρηής
ζάχρῡσος
ζεγέριες
ζειαί
ζείδωρος
ζειρᾱ́
ζείω
ζεσελαιοπαγής
ζέσις
View word page
ζαφοίταισα
ζαφοίταισαAeol.fem.ptcpl.seeδιαφοιτάω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ζαφοίταισα
Headword (normalized):
ζαφοίταισα
Headword (normalized/stripped):
ζαφοιταισα
IDX:
19576
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19577
Key:
ζαφοίταισα

Data

{'headword_display': '<b>ζαφοίταισα</b>', 'content': '<XE><RefFm>ζαφοίταισα<LblR>Aeol.fem.ptcpl.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>διαφοιτάω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ζαφοίταισα'}