Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

θῶκόνδε
θῶμα
θωμάσιος
θῶμιγξ
θωμίζομαι
θωμός
θωπείᾱ
θώπευμα
θωπευτικός
θωπεύω
θωπικός
θώπτω
θωρᾱκεῖα
θωρᾱκίζω
θωρᾱ́κιον
θωρᾱκῖται
θωρᾱκοποιός
θωρᾱκοφόροι
θώρᾱξ
θωρῆκται
θωρήσσω
View word page
θωπικός
θωπικόςή όνadj of womenskilled in flatteryingratiatingAr.

ShortDef

disposed to flatter

Debugging

Headword:
θωπικός
Headword (normalized):
θωπικός
Headword (normalized/stripped):
θωπικος
IDX:
19533
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19534
Key:
θωπικός

Data

{'headword_display': '<b>θωπικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>θωπικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of women</Indic><Def>skilled in flattery</Def><Tr>ingratiating</Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'θωπικός'}