Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

θῳή
θωκέω
θῶκόνδε
θῶμα
θωμάσιος
θῶμιγξ
θωμίζομαι
θωμός
θωπείᾱ
θώπευμα
θωπευτικός
θωπεύω
θωπικός
θώπτω
θωρᾱκεῖα
θωρᾱκίζω
θωρᾱ́κιον
θωρᾱκῖται
θωρᾱκοποιός
θωρᾱκοφόροι
θώρᾱξ
View word page
θωπευτικός
θωπευτικόςή όνadjdisposed to flatteryneut.pl.sb.flattering behaviourPl.

ShortDef

disposed to flatter, fawning

Debugging

Headword:
θωπευτικός
Headword (normalized):
θωπευτικός
Headword (normalized/stripped):
θωπευτικος
IDX:
19531
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19532
Key:
θωπευτικός

Data

{'headword_display': '<b>θωπευτικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>θωπευτικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Def>disposed to flattery</Def><SGrm><GLbl>neut.pl.sb.</GLbl><Def>flattering behaviour</Def><Au>Pl.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'θωπευτικός'}