Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

θυώματα
Θυώνη
θυωρός
θῶ
θῳή
θωκέω
θῶκόνδε
θῶμα
θωμάσιος
θῶμιγξ
θωμίζομαι
θωμός
θωπείᾱ
θώπευμα
θωπευτικός
θωπεύω
θωπικός
θώπτω
θωρᾱκεῖα
θωρᾱκίζω
θωρᾱ́κιον
View word page
θωμίζομαι
θωμίζομαιpass.vbaor.ptcpl.
θωμιχθείς
be flogged w.acc.on one's backAnacr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θωμίζομαι
Headword (normalized):
θωμίζομαι
Headword (normalized/stripped):
θωμιζομαι
IDX:
19527
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19528
Key:
θωμίζομαι

Data

{'headword_display': '<b>θωμίζομαι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>θωμίζομαι</HL><PS>pass.vb</PS><FG><Tns><Lbl>aor.ptcpl.</Lbl><Form>θωμιχθείς</Form></Tns></FG></vHG> <vS1> <Tr>be flogged </Tr><Cmpl><GLbl>w.acc.</GLbl>on one's back<Au>Anacr.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>", 'key': 'θωμίζομαι'}