Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

θυσιαστήριον
θύσιμος
θῦσις
θυστάς
θυτήρ
θυτήριον
θύτης
θῡ́ω
θῡ́ω
θυώδης
θυώματα
Θυώνη
θυωρός
θῶ
θῳή
θωκέω
θῶκόνδε
θῶμα
θωμάσιος
θῶμιγξ
θωμίζομαι
View word page
θυώματα
θυώματατωνn.pl aromatic spicesHeraclit. Hdt.scented oilsSemon.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θυώματα
Headword (normalized):
θυώματα
Headword (normalized/stripped):
θυωματα
IDX:
19517
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19518
Key:
θυώματα

Data

{'headword_display': '<b>θυώματα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>θυώματα</HL><Infl>των</Infl><PS>n.pl</PS></HG> <nS1><Tr>aromatic spices</Tr><Au>Heraclit. Hdt.</Au></nS1><nS1><Tr>scented oils</Tr><Au>Semon.</Au></nS1></NE>', 'key': 'θυώματα'}