Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

θῡσανόεις
θύσανοι
θυσανωτός
θύσθλα
θυσίᾱ
θυσιαστήριον
θύσιμος
θῦσις
θυστάς
θυτήρ
θυτήριον
θύτης
θῡ́ω
θῡ́ω
θυώδης
θυώματα
Θυώνη
θυωρός
θῶ
θῳή
θωκέω
View word page
θυτήριον
θυτήριονουn sacrificial offeringE.

ShortDef

sacrificial victim; altar

Debugging

Headword:
θυτήριον
Headword (normalized):
θυτήριον
Headword (normalized/stripped):
θυτηριον
IDX:
19512
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19513
Key:
θυτήριον

Data

{'headword_display': '<b>θυτήριον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>θυτήριον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>sacrificial offering</Tr><Au>E.</Au></nS1></NE>', 'key': 'θυτήριον'}