Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

θυρσάζω
θυρσομανής
θύρσος
θυρσοφορέω
θυρσοφόρος
θυρώματα
θυρών
θυρωρός
θῡσανόεις
θύσανοι
θυσανωτός
θύσθλα
θυσίᾱ
θυσιαστήριον
θύσιμος
θῦσις
θυστάς
θυτήρ
θυτήριον
θύτης
θῡ́ω
View word page
θυσανωτός
θυσανωτόςή όνadj of clothingtasselledHdt.

ShortDef

asseled, fringed

Debugging

Headword:
θυσανωτός
Headword (normalized):
θυσανωτός
Headword (normalized/stripped):
θυσανωτος
IDX:
19504
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19505
Key:
θυσανωτός

Data

{'headword_display': '<b>θυσανωτός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>θυσανωτός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of clothing</Indic><Tr>tasselled</Tr><Au>Hdt.</Au></aS1></AE>', 'key': 'θυσανωτός'}