Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

θύρη
θύρηθι
θύριον
θυρίς
θυροκοπέω
θυροκόπος
θυρόω
θυρσάζω
θυρσομανής
θύρσος
θυρσοφορέω
θυρσοφόρος
θυρώματα
θυρών
θυρωρός
θῡσανόεις
θύσανοι
θυσανωτός
θύσθλα
θυσίᾱ
θυσιαστήριον
View word page
θυρσοφορέω
θυρσοφορέωcontr.vbθυρσοφόρος be a thyrsos-carriertr., of Dionysusconduct with a thyrsosgroups of BacchantsE.

ShortDef

to assemble

Debugging

Headword:
θυρσοφορέω
Headword (normalized):
θυρσοφορέω
Headword (normalized/stripped):
θυρσοφορεω
IDX:
19497
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19498
Key:
θυρσοφορέω

Data

{'headword_display': '<b>θυρσοφορέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>θυρσοφορέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>θυρσοφόρος</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Def>be a thyrsos-carrier</Def><vS2><Indic>tr., of Dionysus</Indic><Tr>conduct with a thyrsos</Tr><Obj>groups of Bacchants<Au>E.</Au> </Obj></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'θυρσοφορέω'}