Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

θυρεοφόροι
θύρετρα
θύρη
θύρηθι
θύριον
θυρίς
θυροκοπέω
θυροκόπος
θυρόω
θυρσάζω
θυρσομανής
θύρσος
θυρσοφορέω
θυρσοφόρος
θυρώματα
θυρών
θυρωρός
θῡσανόεις
θύσανοι
θυσανωτός
θύσθλα
View word page
θυρσο-μανής
θυρσο-μανήςέςadjμαίνομαι perh. of dancing or sim.thyrsos-maddenedE.

ShortDef

he who raves with the thyrsus

Debugging

Headword:
θυρσομανής
Headword (normalized):
θυρσομανής
Headword (normalized/stripped):
θυρσομανης
IDX:
19495
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19496
Key:
θυρσομανής

Data

{'headword_display': '<b>θυρσο-μανής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>θυρσο-μανής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>μαίνομαι</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>perh. of dancing or sim.</Indic><Tr>thyrsos-maddened</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'θυρσομανής'}