Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

θυρεᾱφόροι
θυρεός
θυρεοφορέω
θυρεοφόροι
θύρετρα
θύρη
θύρηθι
θύριον
θυρίς
θυροκοπέω
θυροκόπος
θυρόω
θυρσάζω
θυρσομανής
θύρσος
θυρσοφορέω
θυρσοφόρος
θυρώματα
θυρών
θυρωρός
θῡσανόεις
View word page
θυρο-κόπος
θυρο-κόποςουm.fκόπτω pejor.knocker at doorsfor the purpose of begging or sellingA.

ShortDef

knocking at the door, begging

Debugging

Headword:
θυροκόπος
Headword (normalized):
θυροκόπος
Headword (normalized/stripped):
θυροκοπος
IDX:
19492
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19493
Key:
θυροκόπος

Data

{'headword_display': '<b>θυρο-κόπος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>θυρο-κόπος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m.f</PS><Ety><Ref>κόπτω</Ref></Ety></HG> <nS1><Indic>pejor.</Indic><Tr>knocker at doors<Expl>for the purpose of begging or selling</Expl></Tr><Au>A.</Au></nS1></NE>', 'key': 'θυροκόπος'}