Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

θυραωρός
θυρεᾱφόροι
θυρεός
θυρεοφορέω
θυρεοφόροι
θύρετρα
θύρη
θύρηθι
θύριον
θυρίς
θυροκοπέω
θυροκόπος
θυρόω
θυρσάζω
θυρσομανής
θύρσος
θυρσοφορέω
θυρσοφόρος
θυρώματα
θυρών
θυρωρός
View word page
θυροκοπέω
θυροκοπέωcontr.vbθυροκόπος batter in a doorAr.

ShortDef

to knock at the door, break it open

Debugging

Headword:
θυροκοπέω
Headword (normalized):
θυροκοπέω
Headword (normalized/stripped):
θυροκοπεω
IDX:
19491
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19492
Key:
θυροκοπέω

Data

{'headword_display': '<b>θυροκοπέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>θυροκοπέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>θυροκόπος</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Tr>batter in a door</Tr><Au>Ar.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'θυροκοπέω'}