Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

θυίω
θῡλάκιον
θῡ́λακος
θῡλήματα
θῦμα
θῡμαίνω
θῡμαλγής
θῡμάλωψ
θῡμᾱρέω
θῡμᾱρής
θῡμάρμενος
Θύμβρη
θυμβρεπίδειπνος
θυμβροφάγον
θυμέλη
θυμελικός
θῡμηγερέων
θῡμηδέω
θῡμηδής
θῡμηδίη
θῡμήρης
View word page
θῡμ-άρμενος
θῡμ-άρμενοςη ονptcpl.adj of an omen, a drinkto one's liking, pleasing, welcomeB. Call.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θῡμάρμενος
Headword (normalized):
θῡμάρμενος
Headword (normalized/stripped):
θυμαρμενος
IDX:
19421
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19422
Key:
θῡμάρμενος

Data

{'headword_display': '<b>θῡμ-άρμενος</b>', 'content': "<AE><HG><HL>θῡμ-άρμενος</HL><Infl>η ον</Infl><PS>ptcpl.adj</PS></HG> <aS1><Indic>of an omen, a drink</Indic><Tr>to one's liking, pleasing, welcome</Tr><Au>B. Call.</Au></aS1></AE>", 'key': 'θῡμάρμενος'}