Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

θυγατριδοῦς
θυγάτριον
θυείᾱ
θύελλα
Θυέστης
θυήεις
θυηλή
θυηπολέω
θυηπολίη
θυηπόλος
θυηφάγος
Θυιάδες
θυίω
θῡλάκιον
θῡ́λακος
θῡλήματα
θῦμα
θῡμαίνω
θῡμαλγής
θῡμάλωψ
θῡμᾱρέω
View word page
θυη-φάγος
θυη-φάγοςονadjφαγεῖν of a flamedevouring sacrificesA.

ShortDef

devouring offerings

Debugging

Headword:
θυηφάγος
Headword (normalized):
θυηφάγος
Headword (normalized/stripped):
θυηφαγος
IDX:
19409
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19410
Key:
θυηφάγος

Data

{'headword_display': '<b>θυη-φάγος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>θυη-φάγος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>φαγεῖν</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a flame</Indic><Tr>devouring sacrifices</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'θυηφάγος'}