Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

θρῡλίσσομαι
θρυμματίς
θρύον
θρυπτικός
θρύπτω
θρύψις
θρῴσκω
θρωσμός
θυγάτηρ
θυγατριδῆ
θυγατριδοῦς
θυγάτριον
θυείᾱ
θύελλα
Θυέστης
θυήεις
θυηλή
θυηπολέω
θυηπολίη
θυηπόλος
θυηφάγος
View word page
θυγατριδοῦς
θυγατριδοῦςοῦ
Ion.θυγατριδέος
έουm
son of a daughter grandsonHdt. Att.orats. Men. Plu.

ShortDef

a daughter's son, grandson

Debugging

Headword:
θυγατριδοῦς
Headword (normalized):
θυγατριδοῦς
Headword (normalized/stripped):
θυγατριδους
IDX:
19399
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19400
Key:
θυγατριδοῦς

Data

{'headword_display': '<b>θυγατριδοῦς</b>', 'content': '<NE><HG><HL>θυγατριδοῦς</HL><Infl>οῦ</Infl><DL><Lbl>Ion.</Lbl><FmHL>θυγατριδέος</FmHL></DL><DInfl><FmInfl>έου</FmInfl></DInfl><PS>m</PS></HG> <nS1><Def>son of a daughter</Def><Tr> grandson</Tr><Au>Hdt. Att.orats. Men. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'θυγατριδοῦς'}