Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

θρόνος
θρόνωσις
θρόος
θρυαλλίς
θρῡγανάω
θρῡλέω
θρῡλίζω
θρῡλίσσομαι
θρυμματίς
θρύον
θρυπτικός
θρύπτω
θρύψις
θρῴσκω
θρωσμός
θυγάτηρ
θυγατριδῆ
θυγατριδοῦς
θυγάτριον
θυείᾱ
θύελλα
View word page
θρυπτικός
θρυπτικόςή όνadjθρύπτω disposed to luxuryself-indulgenceX.

ShortDef

easily broken

Debugging

Headword:
θρυπτικός
Headword (normalized):
θρυπτικός
Headword (normalized/stripped):
θρυπτικος
IDX:
19392
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19393
Key:
θρυπτικός

Data

{'headword_display': '<b>θρυπτικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>θρυπτικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>θρύπτω</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>disposed to luxury<or/>self-indulgence</Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'θρυπτικός'}