Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

θρομβώδης
θρόνα
θρόνος
θρόνωσις
θρόος
θρυαλλίς
θρῡγανάω
θρῡλέω
θρῡλίζω
θρῡλίσσομαι
θρυμματίς
θρύον
θρυπτικός
θρύπτω
θρύψις
θρῴσκω
θρωσμός
θυγάτηρ
θυγατριδῆ
θυγατριδοῦς
θυγάτριον
View word page
θρυμματίς
θρυμματίςίδοςfθρύπτω a kind of cakecrumpetPhilox.Leuc.

ShortDef

a sort of cake

Debugging

Headword:
θρυμματίς
Headword (normalized):
θρυμματίς
Headword (normalized/stripped):
θρυμματις
IDX:
19390
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19391
Key:
θρυμματίς

Data

{'headword_display': '<b>θρυμματίς</b>', 'content': '<NE><HG><HL>θρυμματίς</HL><Infl>ίδος</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>θρύπτω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>a kind of cake</Def><Tr>crumpet</Tr><Au>Philox.Leuc.</Au></nS1></NE>', 'key': 'θρυμματίς'}