Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

θρίδαξ
θρίζω
Θρῑνακίη
θρῖναξ
θρίξ
θρῖον
θρῑπήδεστος
θρίψ
θροέω
θρόμβος
θρομβώδης
θρόνα
θρόνος
θρόνωσις
θρόος
θρυαλλίς
θρῡγανάω
θρῡλέω
θρῡλίζω
θρῡλίσσομαι
θρυμματίς
View word page
θρομβώδης
θρομβώδηςεςadj of foamclottedS.

ShortDef

like clots, clotted

Debugging

Headword:
θρομβώδης
Headword (normalized):
θρομβώδης
Headword (normalized/stripped):
θρομβωδης
IDX:
19380
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19381
Key:
θρομβώδης

Data

{'headword_display': '<b>θρομβώδης</b>', 'content': '<AE><HG><HL>θρομβώδης</HL><Infl>ες</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of foam</Indic><Tr>clotted</Tr><Au>S.</Au></aS1></AE>', 'key': 'θρομβώδης'}