Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

θριγκός
θριγκόω
θριγκώματα
θρίδαξ
θρίζω
Θρῑνακίη
θρῖναξ
θρίξ
θρῖον
θρῑπήδεστος
θρίψ
θροέω
θρόμβος
θρομβώδης
θρόνα
θρόνος
θρόνωσις
θρόος
θρυαλλίς
θρῡγανάω
θρῡλέω
View word page
θρίψ
θρίψθρῑπόςm small wood-boring pestperh.woodwormMen. Plb.

ShortDef

a wood-worm

Debugging

Headword:
θρίψ
Headword (normalized):
θρίψ
Headword (normalized/stripped):
θριψ
IDX:
19377
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19378
Key:
θρίψ

Data

{'headword_display': '<b>θρίψ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>θρίψ</HL><Infl>θρῑπός</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Def>small wood-boring pest</Def><nS2><Qualif>perh.</Qualif><Tr>woodworm</Tr><Au>Men. Plb.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'θρίψ'}