Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

θριαμβεύω
θριαμβικός
θρίαμβος
Θρῑάσιος
θριγκός
θριγκόω
θριγκώματα
θρίδαξ
θρίζω
Θρῑνακίη
θρῖναξ
θρίξ
θρῖον
θρῑπήδεστος
θρίψ
θροέω
θρόμβος
θρομβώδης
θρόνα
θρόνος
θρόνωσις
View word page
θρῖναξ
θρῖναξακοςftoothed shovelused by farmersshovelAr.

ShortDef

a trident

Debugging

Headword:
θρῖναξ
Headword (normalized):
θρῖναξ
Headword (normalized/stripped):
θριναξ
IDX:
19373
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19374
Key:
θρῖναξ

Data

{'headword_display': '<b>θρῖναξ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>θρῖναξ</HL><Infl>ακος</Infl><PS>f</PS></HG><nS1><Def>toothed shovel<Expl>used by farmers</Expl></Def><Tr>shovel</Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'θρῖναξ'}