Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Θρῑαί
θρῑαί
θριαμβεύω
θριαμβικός
θρίαμβος
Θρῑάσιος
θριγκός
θριγκόω
θριγκώματα
θρίδαξ
θρίζω
Θρῑνακίη
θρῖναξ
θρίξ
θρῖον
θρῑπήδεστος
θρίψ
θροέω
θρόμβος
θρομβώδης
θρόνα
View word page
θρίζω
θρίζωvbreltd.θερίζω fig.mow downa houseA.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θρίζω
Headword (normalized):
θρίζω
Headword (normalized/stripped):
θριζω
IDX:
19371
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19372
Key:
θρίζω

Data

{'headword_display': '<b>θρίζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>θρίζω</HL><PS>vb</PS><Ety>reltd.<Ref>θερίζω</Ref></Ety></vHG> <vS1><Indic>fig.</Indic><Tr>mow down</Tr><Obj>a house<Au>A.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'θρίζω'}