Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

αὔω
Αὔως
ἀφ’
ἀφαγνίζομαι
ἀφαίρεσις
ἀφαιρετέος
ἀφαιρετός
ἀφαιρέω
Ᾱ̔́φαιστος
ἀφάλλομαι
ἄφαλος
ἀφαμαρτάνω
ἀφαμαρτοεπής
ἀφανδάνω
ἀφάνεια
ἀφᾱνέω
ἀφανής
ἀφανίζω
ἀφάνισις
ἀφανισμός
ἀφανιστέος
View word page
ἄ-φαλος
φαλοςονadjprivatv.prfx., φάλος of a kind of helmetwithout metal platesIl.

ShortDef

without φάλος

Debugging

Headword:
ἄφαλος
Headword (normalized):
ἄφαλος
Headword (normalized/stripped):
αφαλος
IDX:
1936
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1937
Key:
ἄφαλος

Data

{'headword_display': '<b>ἄ-φαλος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἄ<hyph/>φαλος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety>privatv.prfx., <Ref>φάλος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a kind of helmet</Indic><Tr>without metal plates</Tr><Au>Il.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἄφαλος'}