Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
θρέξασκον
θρέομαι
θρέπτειρα
θρεπτέος
θρεπτήριος
θρεπτικός
θρεπτός
θρέπτρα
θρέττε
θρεῦμαι
θρέφθην
Θρηίκη
Θρῆιξ
Θρήισσα
θρηνέω
θρηνήματα
θρηνητήρ
θρηνητικός
θρῆνος
θρῆνυς
θρηνῳδέω
View word page
θρέφθην
θρέφθην
ep.aor.pass.
θρέψα
ep.aor.
θρέψω
fut.
see
τρέφω
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
θρέφθην
Headword (normalized):
θρέφθην
Headword (normalized/stripped):
θρεφθην
IDX:
19344
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19345
Key:
θρέφθην
Data
{'headword_display': '<b>θρέφθην</b>', 'content': '<XE><RefFm>θρέφθην<LblR>ep.aor.pass.</LblR></RefFm><RefFm>θρέψα<LblR>ep.aor.</LblR></RefFm> <RefFm>θρέψω<LblR>fut.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>τρέφω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'θρέφθην'}