Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

θρέμμα
θρέξασκον
θρέομαι
θρέπτειρα
θρεπτέος
θρεπτήριος
θρεπτικός
θρεπτός
θρέπτρα
θρέττε
θρεῦμαι
θρέφθην
Θρηίκη
Θρῆιξ
Θρήισσα
θρηνέω
θρηνήματα
θρηνητήρ
θρηνητικός
θρῆνος
θρῆνυς
View word page
θρεῦμαι
θρεῦμαιIon.mid.vbseeθρέομαι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θρεῦμαι
Headword (normalized):
θρεῦμαι
Headword (normalized/stripped):
θρευμαι
IDX:
19343
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19344
Key:
θρεῦμαι

Data

{'headword_display': '<b>θρεῦμαι</b>', 'content': '<XE><HG><HL>θρεῦμαι</HL><PS>Ion.mid.vb</PS></HG><XR>see<Ref>θρέομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'θρεῦμαι'}