Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

θραυσάντυξ
θραύω
Θρεῑ́κιος
θρέμμα
θρέξασκον
θρέομαι
θρέπτειρα
θρεπτέος
θρεπτήριος
θρεπτικός
θρεπτός
θρέπτρα
θρέττε
θρεῦμαι
θρέφθην
Θρηίκη
Θρῆιξ
Θρήισσα
θρηνέω
θρηνήματα
θρηνητήρ
View word page
θρεπτός
θρεπτόςοῦm nurslingof the Nile, ref. to an EgyptianCall.

ShortDef

slave bred in the house

Debugging

Headword:
θρεπτός
Headword (normalized):
θρεπτός
Headword (normalized/stripped):
θρεπτος
IDX:
19340
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19341
Key:
θρεπτός

Data

{'headword_display': '<b>θρεπτός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>θρεπτός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>nursling<Expl>of the Nile, ref. to an Egyptian</Expl></Tr><Au>Call.</Au></nS1></NE>', 'key': 'θρεπτός'}