Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

θρασύτης
Θρᾷττα
θραύματα
θραυσάντυξ
θραύω
Θρεῑ́κιος
θρέμμα
θρέξασκον
θρέομαι
θρέπτειρα
θρεπτέος
θρεπτήριος
θρεπτικός
θρεπτός
θρέπτρα
θρέττε
θρεῦμαι
θρέφθην
Θρηίκη
Θρῆιξ
Θρήισσα
View word page
θρεπτέος
θρεπτέοςᾱ ονvbl.adjof youthsto be brought upin a certain wayPl.

ShortDef

to be fed

Debugging

Headword:
θρεπτέος
Headword (normalized):
θρεπτέος
Headword (normalized/stripped):
θρεπτεος
IDX:
19337
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19338
Key:
θρεπτέος

Data

{'headword_display': '<b>θρεπτέος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>θρεπτέος</HL><Infl>ᾱ ον</Infl><PS>vbl.adj</PS></HG><aS1><Indic>of youths</Indic><Tr>to be brought up<Expl>in a certain way</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'θρεπτέος'}