Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

θρασύστομος
θρασύτης
Θρᾷττα
θραύματα
θραυσάντυξ
θραύω
Θρεῑ́κιος
θρέμμα
θρέξασκον
θρέομαι
θρέπτειρα
θρεπτέος
θρεπτήριος
θρεπτικός
θρεπτός
θρέπτρα
θρέττε
θρεῦμαι
θρέφθην
Θρηίκη
Θρῆιξ
View word page
θρέπτειρα
θρέπτειραᾱςfτρέφω woman who feeds or rearsnursew.gen.of childrenE.

ShortDef

feeder, rearer

Debugging

Headword:
θρέπτειρα
Headword (normalized):
θρέπτειρα
Headword (normalized/stripped):
θρεπτειρα
IDX:
19336
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19337
Key:
θρέπτειρα

Data

{'headword_display': '<b>θρέπτειρα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>θρέπτειρα</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>τρέφω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>woman who feeds or rears</Def><nS2><Tr>nurse<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of children</Expl></Tr><Au>E.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'θρέπτειρα'}