Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

θρασύσπλαγχνος
θρασυστομέω
θρασύστομος
θρασύτης
Θρᾷττα
θραύματα
θραυσάντυξ
θραύω
Θρεῑ́κιος
θρέμμα
θρέξασκον
θρέομαι
θρέπτειρα
θρεπτέος
θρεπτήριος
θρεπτικός
θρεπτός
θρέπτρα
θρέττε
θρεῦμαι
θρέφθην
View word page
θρέξασκον
θρέξασκονiteratv.aor. seeτρέχω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θρέξασκον
Headword (normalized):
θρέξασκον
Headword (normalized/stripped):
θρεξασκον
IDX:
19334
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19335
Key:
θρέξασκον

Data

{'headword_display': '<b>θρέξασκον</b>', 'content': '<XE><RefFm>θρέξασκον<LblR>iteratv.aor.</LblR></RefFm> <XR>see<Ref>τρέχω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'θρέξασκον'}