Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

θρασύμῡθος
θρασῡ́νω
θρασύπονος
θρασύς
θρασύσπλαγχνος
θρασυστομέω
θρασύστομος
θρασύτης
Θρᾷττα
θραύματα
θραυσάντυξ
θραύω
Θρεῑ́κιος
θρέμμα
θρέξασκον
θρέομαι
θρέπτειρα
θρεπτέος
θρεπτήριος
θρεπτικός
θρεπτός
View word page
θραυσ-άντυξ
θραυσ-άντυξυγοςfem.adj of a mishapshattering a chariot-railAr.mock-trag.

ShortDef

breaking wheels

Debugging

Headword:
θραυσάντυξ
Headword (normalized):
θραυσάντυξ
Headword (normalized/stripped):
θραυσαντυξ
IDX:
19330
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19331
Key:
θραυσάντυξ

Data

{'headword_display': '<b>θραυσ-άντυξ</b>', 'content': '<AE><HG><HL>θραυσ-άντυξ</HL><Infl>υγος</Infl><PS>fem.adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a mishap</Indic><Tr>shattering a chariot-rail</Tr><Au>Ar.<LblR>mock-trag.</LblR></Au></aS1></AE>', 'key': 'θραυσάντυξ'}