Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

θρασυμᾱ́χανος
θρασύμαχος
θρασυμέμνων
θρασυμήδης
θρασύμῡθος
θρασῡ́νω
θρασύπονος
θρασύς
θρασύσπλαγχνος
θρασυστομέω
θρασύστομος
θρασύτης
Θρᾷττα
θραύματα
θραυσάντυξ
θραύω
Θρεῑ́κιος
θρέμμα
θρέξασκον
θρέομαι
θρέπτειρα
View word page
θρασύ-στομος
θρασύ-στομοςονadjστόμα bold-mouthedA.

ShortDef

bold of tongue, insolent

Debugging

Headword:
θρασύστομος
Headword (normalized):
θρασύστομος
Headword (normalized/stripped):
θρασυστομος
IDX:
19326
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19327
Key:
θρασύστομος

Data

{'headword_display': '<b>θρασύ-στομος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>θρασύ-στομος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>στόμα</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>bold-mouthed</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'θρασύστομος'}