Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

θρασυκάρδιος
θρασυμᾱ́χανος
θρασύμαχος
θρασυμέμνων
θρασυμήδης
θρασύμῡθος
θρασῡ́νω
θρασύπονος
θρασύς
θρασύσπλαγχνος
θρασυστομέω
θρασύστομος
θρασύτης
Θρᾷττα
θραύματα
θραυσάντυξ
θραύω
Θρεῑ́κιος
θρέμμα
θρέξασκον
θρέομαι
View word page
θρασυστομέω
θρασυστομέωcontr.vbθρασύστομος speak arrogantlyTrag.

ShortDef

to be over-bold of tongue

Debugging

Headword:
θρασυστομέω
Headword (normalized):
θρασυστομέω
Headword (normalized/stripped):
θρασυστομεω
IDX:
19325
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19326
Key:
θρασυστομέω

Data

{'headword_display': '<b>θρασυστομέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>θρασυστομέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>θρασύστομος</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Tr>speak arrogantly</Tr><Au>Trag.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'θρασυστομέω'}