Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

θρασύδειλος
θρασυκάρδιος
θρασυμᾱ́χανος
θρασύμαχος
θρασυμέμνων
θρασυμήδης
θρασύμῡθος
θρασῡ́νω
θρασύπονος
θρασύς
θρασύσπλαγχνος
θρασυστομέω
θρασύστομος
θρασύτης
Θρᾷττα
θραύματα
θραυσάντυξ
θραύω
Θρεῑ́κιος
θρέμμα
θρέξασκον
View word page
θρασύ-σπλαγχνος
θρασύ-σπλαγχνοςονadjσπλάγχνον bold-hearted, high-spiritedE. θρασυσπλάγχνωςadv bold-heartedlyA.

ShortDef

bold-hearted

Debugging

Headword:
θρασύσπλαγχνος
Headword (normalized):
θρασύσπλαγχνος
Headword (normalized/stripped):
θρασυσπλαγχνος
IDX:
19324
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19325
Key:
θρασύσπλαγχνος

Data

{'headword_display': '<b>θρασύ-σπλαγχνος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>θρασύ-σπλαγχνος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>σπλάγχνον</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>bold-hearted, high-spirited</Tr><Au>E.</Au></aS1> <RelW><vHG><HL>θρασυσπλάγχνως</HL><PS>adv</PS></vHG> <vS1><Tr>bold-heartedly</Tr><Au>A.</Au> </vS1></RelW></AE>', 'key': 'θρασύσπλαγχνος'}