Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

θρασύβουλος
θρασύγυιος
θρασύδειλος
θρασυκάρδιος
θρασυμᾱ́χανος
θρασύμαχος
θρασυμέμνων
θρασυμήδης
θρασύμῡθος
θρασῡ́νω
θρασύπονος
θρασύς
θρασύσπλαγχνος
θρασυστομέω
θρασύστομος
θρασύτης
Θρᾷττα
θραύματα
θραυσάντυξ
θραύω
Θρεῑ́κιος
View word page
θρασύ-πονος
θρασύ-πονοςονadjπόνος of feats of strengthachieved by bold exertionPi.

ShortDef

bold in toil

Debugging

Headword:
θρασύπονος
Headword (normalized):
θρασύπονος
Headword (normalized/stripped):
θρασυπονος
IDX:
19322
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19323
Key:
θρασύπονος

Data

{'headword_display': '<b>θρασύ-πονος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>θρασύ-πονος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πόνος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of feats of strength</Indic><Tr>achieved by bold exertion</Tr><Au>Pi.</Au></aS1></AE>', 'key': 'θρασύπονος'}