Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

θρᾱνογράφος
θρᾶνος
Θρᾷξ
θρᾶξαι
θράσος
Θρᾷσσα
θρᾱ́σσω
θρασύβουλος
θρασύγυιος
θρασύδειλος
θρασυκάρδιος
θρασυμᾱ́χανος
θρασύμαχος
θρασυμέμνων
θρασυμήδης
θρασύμῡθος
θρασῡ́νω
θρασύπονος
θρασύς
θρασύσπλαγχνος
θρασυστομέω
View word page
θρασυ-κάρδιος
θρασυ-κάρδιοςονadjκαρδίᾱ bold-heartedIl. Hes. Anacr. B.

ShortDef

bold of heart

Debugging

Headword:
θρασυκάρδιος
Headword (normalized):
θρασυκάρδιος
Headword (normalized/stripped):
θρασυκαρδιος
IDX:
19315
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19316
Key:
θρασυκάρδιος

Data

{'headword_display': '<b>θρασυ-κάρδιος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>θρασυ-κάρδιος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>καρδίᾱ</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>bold-hearted</Tr><Au>Il. Hes. Anacr. B.</Au></aS1></AE>', 'key': 'θρασυκάρδιος'}