Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

θρᾱνῑ́της
θρᾱνογράφος
θρᾶνος
Θρᾷξ
θρᾶξαι
θράσος
Θρᾷσσα
θρᾱ́σσω
θρασύβουλος
θρασύγυιος
θρασύδειλος
θρασυκάρδιος
θρασυμᾱ́χανος
θρασύμαχος
θρασυμέμνων
θρασυμήδης
θρασύμῡθος
θρασῡ́νω
θρασύπονος
θρασύς
θρασύσπλαγχνος
View word page
θρασύ-δειλος
θρασύ-δειλοςονadjδειλός cowardly in one's boldnessArist.

ShortDef

an impudent coward

Debugging

Headword:
θρασύδειλος
Headword (normalized):
θρασύδειλος
Headword (normalized/stripped):
θρασυδειλος
IDX:
19314
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19315
Key:
θρασύδειλος

Data

{'headword_display': '<b>θρασύ-δειλος</b>', 'content': "<AE><HG><HL>θρασύ-δειλος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>δειλός</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>cowardly in one's boldness</Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>", 'key': 'θρασύδειλος'}