Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

θρᾱνεύομαι
θρᾱνίον
θρᾱνῑ́της
θρᾱνογράφος
θρᾶνος
Θρᾷξ
θρᾶξαι
θράσος
Θρᾷσσα
θρᾱ́σσω
θρασύβουλος
θρασύγυιος
θρασύδειλος
θρασυκάρδιος
θρασυμᾱ́χανος
θρασύμαχος
θρασυμέμνων
θρασυμήδης
θρασύμῡθος
θρασῡ́νω
θρασύπονος
View word page
θρασύ-βουλος
θρασύ-βουλοςονadjθρασύςβουλή bold in counselArist.

ShortDef

bold in counsel
Thrasybulus

Debugging

Headword:
θρασύβουλος
Headword (normalized):
θρασύβουλος
Headword (normalized/stripped):
θρασυβουλος
IDX:
19312
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19313
Key:
θρασύβουλος

Data

{'headword_display': '<b>θρασύ-βουλος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>θρασύ-βουλος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>θρασύς</Ref><Ref>βουλή</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>bold in counsel</Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'θρασύβουλος'}