Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

θοός
θοός
θοόω
θορή
θόρνυμαι
θόρον
θορός
θόρρᾱξ
θορυβάζομαι
θορυβέω
θορυβητικός
θορυβοποιός
θόρυβος
θορυβώδης
θοῦ
θουγάτηρ
Θουκυδίδης
Θούριοι
Θουριομάντεις
θούριος
θοῦρος
View word page
θορυβητικός
θορυβητικόςή όνadj of the kind that makes an uproarneut.sb.rowdy factionin a sophist's audienceAr.

ShortDef

uproarious, turbulent

Debugging

Headword:
θορυβητικός
Headword (normalized):
θορυβητικός
Headword (normalized/stripped):
θορυβητικος
IDX:
19289
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19290
Key:
θορυβητικός

Data

{'headword_display': '<b>θορυβητικός</b>', 'content': "<AE><HG><HL>θορυβητικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Def>of the kind that makes an uproar</Def><SGrm><GLbl>neut.sb.</GLbl><Def>rowdy faction<Expl>in a sophist's audience</Expl></Def><Au>Ar.</Au></SGrm></aS1></AE>", 'key': 'θορυβητικός'}