Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

θόλος
θολόω
θοός
θοός
θοόω
θορή
θόρνυμαι
θόρον
θορός
θόρρᾱξ
θορυβάζομαι
θορυβέω
θορυβητικός
θορυβοποιός
θόρυβος
θορυβώδης
θοῦ
θουγάτηρ
Θουκυδίδης
Θούριοι
Θουριομάντεις
View word page
θορυβάζομαι
θορυβάζομαιpass.vbθόρυβος be troubled w.prep.phr.about many thingsNT.

ShortDef

to be troubled

Debugging

Headword:
θορυβάζομαι
Headword (normalized):
θορυβάζομαι
Headword (normalized/stripped):
θορυβαζομαι
IDX:
19287
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19288
Key:
θορυβάζομαι

Data

{'headword_display': '<b>θορυβάζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>θορυβάζομαι</HL><PS>pass.vb</PS><Ety><Ref>θόρυβος</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Tr>be troubled</Tr> <Cmpl><GLbl>w.prep.phr.</GLbl>about many things<Au>NT.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'θορυβάζομαι'}