Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

θολίᾱ
θόλος
θολόω
θοός
θοός
θοόω
θορή
θόρνυμαι
θόρον
θορός
θόρρᾱξ
θορυβάζομαι
θορυβέω
θορυβητικός
θορυβοποιός
θόρυβος
θορυβώδης
θοῦ
θουγάτηρ
Θουκυδίδης
Θούριοι
View word page
θόρρᾱξ
θόρρᾱξAeol.mseeθώρᾱξ

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θόρρᾱξ
Headword (normalized):
θόρρᾱξ
Headword (normalized/stripped):
θορραξ
IDX:
19286
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19287
Key:
θόρρᾱξ

Data

{'headword_display': '<b>θόρρᾱξ</b>', 'content': '<XE><HG><HL>θόρρᾱξ</HL><PS>Aeol.m</PS></HG><XR>see<Ref>θώρᾱξ</Ref></XR> </XE>', 'key': 'θόρρᾱξ'}