Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

θοινητικός
θολερός
θολίᾱ
θόλος
θολόω
θοός
θοός
θοόω
θορή
θόρνυμαι
θόρον
θορός
θόρρᾱξ
θορυβάζομαι
θορυβέω
θορυβητικός
θορυβοποιός
θόρυβος
θορυβώδης
θοῦ
θουγάτηρ
View word page
θόρον
θόρονep.aor.2seeθρῴσκω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θόρον
Headword (normalized):
θόρον
Headword (normalized/stripped):
θορον
IDX:
19284
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19285
Key:
θόρον

Data

{'headword_display': '<b>θόρον</b>', 'content': '<XE><RefFm>θόρον<LblR>ep.aor.2</LblR></RefFm><XR>see<Ref>θρῴσκω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'θόρον'}