Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

θοίνη
θοινητικός
θολερός
θολίᾱ
θόλος
θολόω
θοός
θοός
θοόω
θορή
θόρνυμαι
θόρον
θορός
θόρρᾱξ
θορυβάζομαι
θορυβέω
θορυβητικός
θορυβοποιός
θόρυβος
θορυβώδης
θοῦ
View word page
θόρνυμαι
θόρνυμαιmid.vb of serpentscopulateHdt.

ShortDef

jump

Debugging

Headword:
θόρνυμαι
Headword (normalized):
θόρνυμαι
Headword (normalized/stripped):
θορνυμαι
IDX:
19283
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19284
Key:
θόρνυμαι

Data

{'headword_display': '<b>θόρνυμαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>θόρνυμαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of serpents</Indic><Tr>copulate</Tr><Au>Hdt.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'θόρνυμαι'}