Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

θησαυρισμός
θησαυροποιός
θησαυρός
θησέμεν
Θησεύς
θῆσθαι
θήσομαι
θῆσσα
θήσω
θῆτα
θητείᾱ
θἠτέρᾳ
θητεύω
θητικός
θιᾱ́
θιασεύω
θίασος
θιασώτης
θιγγάνω
θιγεῖν
θιός
View word page
θητείᾱ
θητείᾱᾱςfθητεύω hired labourS. Isoc.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θητείᾱ
Headword (normalized):
θητείᾱ
Headword (normalized/stripped):
θητεια
IDX:
19241
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19242
Key:
θητείᾱ

Data

{'headword_display': '<b>θητείᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>θητείᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>θητεύω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>hired labour</Tr><Au>S. Isoc.</Au></nS1></NE>', 'key': 'θητείᾱ'}