Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

θηριόομαι
θηριότης
θηριώδης
θηροβολέω
θηροκτόνος
θηρομιγής
θηροσκόπος
θηροτρόφος
θηροφόνος
θής
θησαίατο
θησάμενος
θησαυρίζω
θησαύρισμα
θησαυρισμός
θησαυροποιός
θησαυρός
θησέμεν
Θησεύς
θῆσθαι
θήσομαι
View word page
θησαίατο
θησαίατοep.3pl.aor.mid.opt.seeθεᾱ́ομαι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θησαίατο
Headword (normalized):
θησαίατο
Headword (normalized/stripped):
θησαιατο
IDX:
19227
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19228
Key:
θησαίατο

Data

{'headword_display': '<b>θησαίατο</b>', 'content': '<XE><RefFm>θησαίατο<LblR>ep.3pl.aor.mid.opt.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>θεᾱ́ομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'θησαίατο'}