Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

θηρητήρ
θηρήτωρ
Θηρίκλειος
θηρίον
θηριόομαι
θηριότης
θηριώδης
θηροβολέω
θηροκτόνος
θηρομιγής
θηροσκόπος
θηροτρόφος
θηροφόνος
θής
θησαίατο
θησάμενος
θησαυρίζω
θησαύρισμα
θησαυρισμός
θησαυροποιός
θησαυρός
View word page
θηρο-σκόπος
θηρο-σκόποςονadjσκοπέω epith. of Artemisscouter of wild beastshHom. B.

ShortDef

looking out for wild beasts

Debugging

Headword:
θηροσκόπος
Headword (normalized):
θηροσκόπος
Headword (normalized/stripped):
θηροσκοπος
IDX:
19223
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19224
Key:
θηροσκόπος

Data

{'headword_display': '<b>θηρο-σκόπος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>θηρο-σκόπος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>σκοπέω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>epith. of Artemis</Indic><Tr>scouter of wild beasts</Tr><Au>hHom. B.</Au></aS1></AE>', 'key': 'θηροσκόπος'}