Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

θηρευτός
θηρεύω
θηρητήρ
θηρήτωρ
Θηρίκλειος
θηρίον
θηριόομαι
θηριότης
θηριώδης
θηροβολέω
θηροκτόνος
θηρομιγής
θηροσκόπος
θηροτρόφος
θηροφόνος
θής
θησαίατο
θησάμενος
θησαυρίζω
θησαύρισμα
θησαυρισμός
View word page
θηρο-κτόνος
θηρο-κτόνος
Lacon.σηροκτόνος
ονadjκτείνω
of slaughterbeast-killingE.epith. of ArtemisE.dub. Ar.

ShortDef

killing wild beasts

Debugging

Headword:
θηροκτόνος
Headword (normalized):
θηροκτόνος
Headword (normalized/stripped):
θηροκτονος
IDX:
19221
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19222
Key:
θηροκτόνος

Data

{'headword_display': '<b>θηρο-κτόνος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>θηρο-κτόνος</HL><DL><Lbl>Lacon.</Lbl><FmHL>σηροκτόνος</FmHL></DL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κτείνω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of slaughter</Indic><Tr>beast-killing</Tr><Au>E.</Au><aS2><Indic>epith. of Artemis</Indic><Au>E.<LblR>dub.</LblR> Ar.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'θηροκτόνος'}