Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

θηρευτικός
θηρευτός
θηρεύω
θηρητήρ
θηρήτωρ
Θηρίκλειος
θηρίον
θηριόομαι
θηριότης
θηριώδης
θηροβολέω
θηροκτόνος
θηρομιγής
θηροσκόπος
θηροτρόφος
θηροφόνος
θής
θησαίατο
θησάμενος
θησαυρίζω
θησαύρισμα
View word page
θηροβολέω
θηροβολέωcontr.vbβάλλω shoot wild animals w.dat.w. arrowsS.

ShortDef

to slay wild beasts

Debugging

Headword:
θηροβολέω
Headword (normalized):
θηροβολέω
Headword (normalized/stripped):
θηροβολεω
IDX:
19220
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19221
Key:
θηροβολέω

Data

{'headword_display': '<b>θηροβολέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>θηροβολέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>βάλλω</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>shoot wild animals</Tr> <Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. arrows<Au>S.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'θηροβολέω'}